- ὁμόδημος
- ὁμόδημοςof the same peoplemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόδημος — ὁμόδημος, δωρ. τ. ὁμόδαμος, ον (Α) αυτός που προέρχεται από τον ίδιο δήμο ή από την ίδια φυλή («ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δῆμος (πρβλ. κοινό δημος)] … Dictionary of Greek
ὁμόδημον — ὁμόδημος of the same people masc/fem acc sg ὁμόδημος of the same people neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόδαμον — ὁμόδᾱμον , ὁμόδαμος masc/fem acc sg ὁμόδᾱμον , ὁμόδαμος neut nom/voc/acc sg ὁμόδᾱμον , ὁμόδημος of the same people masc/fem acc sg (doric) ὁμόδᾱμον , ὁμόδημος of the same people neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοδημία — ὁμοδημία, ἡ (Α) [ομόδημος] συμβίωση στον ίδιο δήμο ή στην ίδια φυλή … Dictionary of Greek
ομοδημώ — ὁμοδημῶ, έω (Α) [ομόδημος] ζω μαζί με άλλους, συμβιώνω … Dictionary of Greek
ὁμόδαμος — ὁμόδᾱμος , ὁμόδαμος masc/fem nom sg ὁμόδᾱμος , ὁμόδημος of the same people masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)